- συμβόλησις
- συμβόλ-ησις, εως, ἡ,= foreg. 1.2, v.l.in Poll.2.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμβόλησις — ήσεως, ἡ, Α [συμβολῶ] η συμβολή, το άκρο ενδύματος ή εργαλείου που συνάπτεται με κάποιο άλλο … Dictionary of Greek